ἐναποστάζειν

ἐναποστάζειν
ἐναποστάζω
drip with
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εναποστάζω — ἐναποστάζω (AM) 1. στάζω κάτι 2. στάζω μέσα σε κάτι, γεμίζω κάτι στάζοντας, με σταλαγματιές, με στάλες 3. μτφ. σταλάζω, διοχετεύω σιγά σιγά κάτι, ενσταλάζω («μέλος τοῑς ὠσὶν ἐναποστάζειν τῶν ἀκροατῶν», Φώτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”